- εύνοια
- η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη)ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ' ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν» — σταθερότερος φίλος είναι αυτός ευεργέτησε κάποιον, γιατί προσπαθεί να εξασφαλίζει, με την ευμενή διάθεσή του προς εκείνον που ευεργέτησε, την ευγνωμοσύνη η οποία τού οφείλεται, Θουκ.β. «έχει την εύνοια τού προϊσταμένου του»)νεοελλ.1. μεροληπτικό ενδιαφέρον για κάποιον, χαριστική προτίμηση, μεροληψία, προσωποληψία («ανέβηκε την κλίμακα τής ιεραρχίας με την εύνοια ισχυρών φίλων του»)2. (φιλοσ.) μια από τις πέντε πρακτικές ιδέες τού Γερμανού φιλοσόφου και παιδαγωγού Ερβάρτου (εσωτερική ελευθερία, τελειότητα, εύνοια ή αγάπη, δίκαιο και επιείκεια), πάνω στις οποίες οικοδομεί την ηθικήμσν.αγάπη, αφοσίωση, στοργή (γονέων προς τέκνα, ανθρώπου προς τον θεό κ.λπ.)αρχ.1. δώρο από ευμενή διάθεση, ειδικά για δώρα προσφερόμενα στην Αθήνα από υποτελείς πόλεις2. στον πληθ. αι εύνοιαια) τα φιλοδωρήματα, τα δώραβ) αισθήματα αγαθότητας («τοῑς ἥσσοσιν γὰρ πᾱς τις εὐνοίας φέροι» — για τους πιο αδύνατους καθένας τρέφει αγαθά αισθήματα, συμπάθεια, Αισχύλ.)3. φρ. α) «κατ' εὔνοιαν κρίνειν» — μεροληπτικώς (Αντιφ.)β) «κατ' εὔνοιαν φρενῶν» — με ευμενές φρόνημα, με προθυμία (Αισχύλ.)γ) «μετ' εὐνοιας» — με ευμενή διάθεση, καλόγνωμαδ) «ὑπ' εὐνοίας» — ευνοϊκά, με ευνοϊκό τρόποε) «εὐνοίᾳ τῇ σῇ» — από αγάπη για σένα (Πλάτ.)στ') (με γεν. αντικειμ.) «ἐπ' εὐνοίᾳ χθονός» — έπειτα από την αγάπη ή εξαιτίας τής αγάπης που έδειξε για την πατρίδα (Αισχύλ.)ζ) (με εμπρόθ. προσδιορισμό) «εὔνοια εἴς τινα, πρός τινα, παρά τινος, ἔκ τινος» — ευμενής διάθεση, φιλία προς κάποιον, από κάποιονη) «εὔνοιαν παρέχω ή παρέχομαι ή δείκνυμι» — εκδηλώνω, δείχνω φιλική διάθεση προς κάποιονθ) «εὔνοιαν ἔχω» — εύχομαι από την καρδιά μου (Θουκ.)ι) «ἀποδίδωμι εὔνοιαν» — προσφέρω την οφειλόμενη συμπάθεια ή περιποίηση προς κάποιονια) «τηρῶ τινι εἰς τὰ πράγματα εὔνοιαν» — επιδεικνύω καλή διάθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευνο- (τού εύνους) + επίθημα -ια (πρβλ. αγχί-νοια, παρά-νοια].
Dictionary of Greek. 2013.